ασκίδια

ασκίδια
Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση ανάλογη με την κυτταρίνη των φυτών. Τα α. ζουν προσκολλημένα στον βυθό και παίρνουν τη μορφή μικρού ασκού (όπου οφείλουν και το όνομά τους). Επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον με δύο οπές ή σίφωνες· ο επάνω σίφωνας είναι στοματικός και χρησιμεύει για την είσοδο νερού με θρεπτικές ουσίες και οξυγόνου που πηγαίνει στα αναπνευστικά όργανα (βράγχια), ενώ ο δεύτερος σίφωνας, στο κάτω μέρος του σώματος και πλάγια, χρησιμεύει για να βγαίνουν το νερό και οι άχρηστες ουσίες. Τα α. είναι ερμαφρόδιτα και αναπαράγονται με αβγά. Οι προνύμφες τους κολυμπούν στο νερό· είναι εφοδιασμένες με μακριά ουρά και έχουν μια νωτιαία χορδή (κύλινδρος κυττάρων που στα σπονδυλωτά δημιουργεί τη σπονδυλική στήλη) κατά μήκος όλου του σώματος, εκτός από το κεφάλι. Με τη μεταμόρφωση η νωτιαία χορδή απορροφάται, το ζώο χάνει την ουρά του και προσκολλάται στον βυθό. Μερικά είδη α. ζουν μονήρη· άλλα ζουν ενωμένα κατά αποικίες και πολλαπλασιάζονται με εκβλάστηση: βγάζουν παραφυάδες σαν ρίζες που έρπουν και λέγονται, όπως και στα φυτά, στόλωνες· άλλα τέλος λέγονται σύνθετα, επειδή αποτελούν συμπαγείς αποικίες· οι λεγόμενοι βότρυλλοι αποτελούνται από μικρού μεγέθους άτομα σε ακτινωτή διάταξη, όπως τα πέταλα ενός άνθους: καθένα έχει τον δικό του στοματικό σίφωνα και όλα έχουν κοινό το δεύτερο άνοιγμα που βρίσκεται στο κέντρο. Στα ασκίδια περιλαμβάνονται και οι βότρυλλοι, μικρά ζώα που ενώνονται σε αποικίες με διάταξη όμοια με τη στεφάνη των ανθών (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσκίδια — ἀσκίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπενθές — Γένος φυτών της οικογένειας των Νηπενθιδών (δικοτυλήδονα), που περιλαμβάνει είδη τα οποία ζουν στα τελματώδη και υγρά δάση ή σε ελώδεις τόπους των τροπικών περιοχών της Ασίας και των νησιών της Σούνδης. Τα είδη του γένους αυτού αποτελούν περίεργα …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοβραγχιωτά — τα, Ν ζωολ. τάξη ή υπόταξη, ανάλογα με το σύστημα ταξινόμησης, τών ασκιδίων, η οποία ανήκει στην υφομοταξία εντερογόνα και έχει ως τυπικό εκπρόσωπό της το είδος ασκιδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phlebobranchia] …   Dictionary of Greek

  • ανιξία — (anixia). Είδος μικρού μανιταριού που χαρακτηρίζεται από ασκίδια, τα οποία δεν έχουν διαχωρίσματα και περικλείουν 8 κίτρινα σπόρια κοκκώδους σύστασης. Το είδος α. η κυκλόσπορη φυτρώνει στις μασχάλες των κλαδιών της βελανιδιάς …   Dictionary of Greek

  • βλαστογονία — Στη βιολογία, β. ονομάζεται ένας από τους τρόπους της αγενούς ή άφυλης αναπαραγωγής των οργανισμών, με σχηματισμό στον μητρικό οργανισμό εκβλαστημάτων, που όταν αποχωριστούν, σχηματίζουν ένα αυθύπαρκτο και αυτόνομο οργανισμό. Η β., που λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”